29/12/10


Η εορτή του Νέου έτους
Το βαθύτερον νόημα του χρόνου δια τον άνθρωπον

Με την βοήθειαν του Θεού εντός ολίγου εισερχόμεθα εις το νέον έτος . Εις τον «νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου». Ένας ακόμη χρόνος ανήκει πλέον ανεπιστρεπτί εις το παρελθόν και την αιωνιότητα του Θεού. Η 1η Ιανουαρίου δια την Εκκλησίαν έχει κατ’ άρχήν ένα διπλούν εορτολογικόν περιεχόμενον. Εορτάζει αφ’ ενός μεν την περιτομήν του Κυρίου και αφ’ ετέρου την μνήμην του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Και η μεν περιτομή αναφέρεται εις το γεγονός της ονοματοδοσίας του Χριστού, η οποία, κατά τον Ίουδαϊκόν νόμον, ελάμβανε χώραν την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως του παιδίου και αποτελεί δια τον Ιησούν στοιχείον που πιστοποιεί την θείαν Αυτού ενσάρκωσιν. Ο Θείος Λόγος «μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβε Θεός ών κατ’ ουσίαν... και νόμον εκπληρών περιτομήν θελήσει κατεδέχει σαρκικήν...!», όπως χαρακτηριστικά λέγει το Απολυτίκιον της εορτής, δια να παύση «τα σκιώδη και περιέλη το κάλυμμα των παθών ημών».
Αλλά εορτάζει και την μνήμην ενός μεγάλου πατρός της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος με την προσωπικότητά του, τα σοφά συγγράμματα και την αποφασιστικότητά του εσημάδευσε την ζωήν της Εκκλησίας και την καθόλου χριστιανικήν Θεολογίαν. Η υμνολογία της εορτής ουσιαστικά αναφέρεται εις τα δύο αυτά εκκλησιαστικά γεγονότα.
Αν και η υμνολογία της εορτής ουδόλως αναφέρεται εις τον εορτασμόν του Νέου έτους, η Εκκλησία περιβάλλει και το γεγονός αυτό με δοξολογίαν και αίνον προς τον Θεόν, όστις είναι ου μόνον ο δημιουργός αλλά και ο «δοτήρ της ζωής και της ευτυχίας ημών». Χαρακτηριστικός είναι ο ύμνος της Δοξολογίας επί τω νέω έτει: «Ο των αιώνων ποιητής και Δεσπότης... την ενιαύσιον ευλόγησον περίοδον... και εύφορον πάσι το έτος χορήγησον». Και ιδιαίτερα η προς τούτο ευχή της Εκκλησίας: «Κύριε ο Θεός ημών, ο καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος... ο καταξιώσας ημάς εις νέον ενιαυτόν εισελθείν... ευλόγησον όμβρους ειρηνικούς προς καρποφορίαν τη γη δώρησαι• τους αέρας υγιεινάς και ευκράτους... Την νεότητα παιδαγώγησον, το γήρας περικράτησον... κλπ».
Ο ίδιος ο Θεός, ως άναρχος, αιώνιος και ατελεύτητος είναι άχρονος. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν δι’ αυτόν ημέραι, μήνες και έτη. Αλλά και η Εκκλησία εις την θείαν διάστασίν της είναι υπερκόσμια και υπερχονική και δεν επηρεάζεται ουδέ κατευθύνεται από την φθαρτότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ο Απόστολος Ιάκωβος παρομοιάζει τα του κόσμου ως ατμίδα λέγων, «ουκ επίστασθε το της αύριον• ποία η ζωή υμιίν; ατμίς γαρ έσται η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε και αφανιζομένη» (Ιακώβου 4, 14).
Επειδή όμως η Εκκλησία είναι ως Θεανθρώπινος οργανισμός όπως ακριβώς και ο Ιδρυτής της, είναι πολύ φυσικόν εις την πορείαν της να συμπορεύονται εν αυτή το Θείον και το ανθρώπινον. Ο Θεός Λόγος «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και συνανεστράφη ανθρώποις», με μίαν λέξιν έγινε Θεάνθρωπος και εθέωσε τον άνθρωπον, ανεκαίνισε δε και μετεμόρφωσε ου μόνον τα του κόσμου αλλά και την Δημιουργίαν ολόκληρον.
Η Εκκλησία εις την επίγειαν διάστασίν της αποδέχεται την φθαρτότητα και την συμβατικότητα τού χρόνου. Με τα μέσα όμως, τα οποία διαθέτει, ήτοι την Θείαν Χάριν και δη το αίμα του Κυρίου, χαρίζει εις τα πνευματικά της τέκνα την αιωνιότητα.
Με την ευκαιρία της εισόδου μας εις τον «Νέον ενιαυτόν» και τον εορτασμόν της 1ης του έτους, θα επιχειρήσωμεν εν μεγίστη συντομία να εμβαθύνωμεν εις την έννοιαν του χρόνου, την σχέσιν αυτού προς τον άνθρωπον και την αιωνιότητα.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος».
Ο άνθρωπος χαιρετίζει την αρχήν του νέου έτους με ποικίλα συναισθήματα, με θερμές ευχές και γεμάτος ελπίδα δια τον νέον ενιαυτόν. Ο άνθρωπος, ως λογικόν ον, δεν μένει αδιάφορος εις την εναλλαγήν των χρονικών γεγονότων, αλλ’ έπιθυμει να ανεύρη και να καθορίση την έννοιαν και την σημασίαν αυτών δια την ζωήν και την ύπαρξίν Του. Ο άνθρωπος, ως ψυχοσωματικόν ον, ζει εν τω κόσμω, αλλά και ο κόσμος υπάρχει εν χρόνω. Ο άνθρωπος γεννάται μέσα εις τον χρόνον, αναπτύσσεται και αφανίζεται μέσα εις αυτόν. Παρά ταύτα ο χρόνος είναι και παραμένει δι’ αυτόν ένα μυστήριον, αν και όλοι τον θεωρούν γνωστόν και αυτονόητον.
Ο χρόνος αποκαλύπτει την αλήθειαν της ζωής του ανθρώπου. Και η αλήθεια αυτή συμβαδίζει με την φθοράν και τον θάνατον. Αν ο άνθρωπος δεν βιώση και δεν αποδεχθή υπαρξιακά αυτήν την πραγματικότητα, μένει ξένος προς την αλήθειαν της ζωής και της υπάρξεώς του.
Διά τον σκεπτόμενον λοιπόν άνθρωπον έντονον προβάλλεται το ερώτημα: Τί είναι χρόνος; Αν δε θελήση να δώση ένα συγκεκριμένον περιεχόμενον εις την έννοιαν του χρόνου, θα περιέλθη εις πολλά αδιέξοδα, διότι αι γνώμαι των διαφόρων φιλοσόφων μεμονωμένως, των φιλοσοφικών συστημάτων, αλλά και των Θρησκειών, ποικίλλουν.
Οι προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, όταν αναφέρονται εις τον χρόνον, δεν προχωρούν εις την βαθυτέραν ανάλυσιν και διερεύνησίν του. Ο Πλάτων συνδέει την μεταβλητότητα με τον χρόνον και το αμετάβλητον με την αιωνιότητα. Κατά τον Αριστοτέλη, ο χρόνος είναι μία όψις της συνεχούς κινήσεως των σωμάτων. Όταν σημειώνομεν το προ και το κατόπιν εις την κίνησιν, ήτοι όταν διακρίνωμεν δύο σημεία εις την κίνησιν και εν μεσολαβούν διάστημα εις αυτά, τότε αναγνωρίζομεν τον χρόνον. «Αριθμός κινήσεως, γράψει, κατά το πρότερον καί ύστερον». Οι νεοπλατωνικοί εννοούν τον χρόνον υποκειμενικώς, ο δε Πλωτίνος συνδέει τον χρόνον ουχί με τον φυσικόν κόσμον, αλλά με την ψυχήν και την αιωνιότητα. Ο χρόνος κατ’ αυτόν είναι η ζωή της ψυχής, συνισταμένη εις την κίνησιν, δι’ ης η ψυχή μεταβαίνει από την μίαν κατάστασιν ζωής εις την άλλην.
Εις την χριστιανικήν Εκκλησίαν και Θεολογίαν ο χρόνος δεν είναι κάτι το ξεχωριστόν από την αιωνιότητα, αλλά ταυτίζεται και περικλείει την πρόγευσίν της. Η Βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μετά από τον χρόνον, αλλά αρχίζει μέσα σ’ αυτόν. Με τον Ιησούν Χριστόν το έσχατον προσφέρεται μέσα εις το παρόν. Διότι ό Χριστός με την ζωήν, την διδασκαλίαν, τον θάνατον και την Ανάστασίν Του, έδωσε εις τον άνθρωπον την προοπτικήν της αιωνιότητος: «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού• ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Ιωάν. 2, 17). Μετά τον Ιησούν κάθε στιγμή της Ιστορίας προσλαμβάνει εσχατολογικόν χαρακτήρα. Δι’ αυτό βιούντες εν χρόνω και ζώντες εκάστοτε εν τω παρόντι, ευρισκόμεθα εν μέσω του παρελθόντος και του μέλλοντος. Προς το παρελθόν αναγόμεθα διά της πίστεως, το δε μέλλον απεκδεχόμεθα δι’ ελπίδος. Ο Απόστολος Παύλος λέγει περί τού παρελθόντος ότι «πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας» (Εβρ. 11,3), Περί δε του μέλλοντος ότι «εκ πίστεως ελπίδα δικαιοσύνης απεκδεχόμεθα» (Γαλάτας 5, 5).
Αι δύο αυταί έννοιαι του χρόνου, το παρελθόν και το μέλλον, ήτοι η πίστις και η ελπίς, συνδέονται δια της αγάπης, ήτις είναι ο τρόπος, διά του οποίου εκάστοτε βιούμεν το παρόν, εν συναρτήσει προς το παρελθόν και το μέλλον.
Το παρελθόν προβάλλει ως πείρα, ως Ιστορία, ως παθήματα, ως θλίψεις, ως κόπος και μόχθος, δηλαδή ως παράδοσις, και το μέλλον, ως προσδοκία, ως ανάστασις, ως παλιγγενεσία, ως δικαίωσις και αποκατάστασις, ως εκπλήρωσις θείων αποκαλύψεων, αι οποίαι φυλάσσονται εις τα ιερά άδυτα της ψυχής του ανθρώπου και ενεργοποιούν την βούλησίν του διά να πράξη εκείνο, το οποίον είναι συμφέρον όχι μόνον εις τον παρόντα κόσμον, αλλά προπαντός διά την απόκτησιν της αιωνιότητος, την οποίαν ο Σαρκωθείς Θεός εχάρισεν εις τους πιστεύοντας εις Αυτόν.
Με τον Ιησούν Χριστόν το έσχατον προσφέρεται μέσα εις το παρόν. Κάθε στιγμή της Ιστορίας προσλαμβάνει εσχατολογικόν χαρακτήρα. Ο Χριστός με την ζωήν, την διδασκαλίαν, με τον θάνατον και την Ανάστασίν του έδωσεν εις τον άνθρωπον την προοπτικήν της αιωνιότητος.
Ο Άγιος Ειρηναίος διδάσκει ότι «ο Θεός έγινε έγχρονος, διά να γίνωμεν ημείς οι έγχρονοι άνθρωποι αιώνιοι». Ο άγιος θέλει να δείξη με αυτό ότι το «χρονικόν κορυφώνεται εις το αιώνιον ήδη εδώ εις την γην».Ο Χριστός, λοιπόν, δεν καταλύει τον χρόνον, κατά τον Παύλον Ευδοκίμοφ, αλλά τον πληροί, του δίδει νέαν αξίαν και τον εξαγοράζει. Τα αληθινά γεγονότα δεν χάνονται, αλλά μένουν ως παρακαταθήκη μέσα εις την μνήμην του Θεού. Η ευχή δια τους νεκρούς ζητει από τον Θεόν να τους διατηρήση εις την μνήμην του: «και μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή η αναφορά αποδεικνύει ότι η αιωνιότης του ανθρώπου δεν αποτελεί απουσίαν του χρόνου, αλλά πλήρωσιν αυτού. Το Μεσσιανικόν συμπόσιον θα περιλάβη εις την τράπεζάν του ου μόνον τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, αλλά και τους ανθρώπους όλων των Ιστορικών εποχών.
Το νέον έτος αποτελεί διά τον καθένα μας μίαν πρόκλησιν και μίαν πρόσκλησιν εις το τραπέζι της αιωνιότητος του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος εις την Α’ προς Τιμόθεον επιστολήν του συμβουλεύει:
«επιλαβού της αιωνίου ζωής», εις δε την Α’ Κορ. ‚ 21- 31 διδάσκει ότι «ο Καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα... οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι• παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου».
Ο χρόνος, λοιπόν, έχει νόημα σωστικόν και αποτελεσματικόν, μόνον ως «Τώρα». Εις την διάρκειαν αυτήν του εκάστοτε «τώρα», πρέπει να γίνουν αι ορθαί επιλογαί και να ληφθούν αι κατάλληλοι αποφάσεις. Η σωτηρία ή η απώλεια ευρίσκεται εις στενήν συνάφειαν με το «νυν» και με το «τώρα». Ο χρόνος είναι το μέγα ταμιευτήριον των επιλογών μας. Με βάσιν τας αποταμιεύσεις μας εις αυτό το τώρα, θα αποφασισθή η θέσις μας εις την αιωνιότητα του Θεού.
Η Εκκλησία είναι ο παρατεινόμενος Χριστός εις τον χρόνον και την αιωνιότητα.
Εις την Εκκλησίαν ο χρόνος είναι ελπίδα. Είναι ελπίδα Αναστάσεως και υπέρβασις της φθοράς και του θανάτου. Είναι δοξολογία, προσευχή και ευχαριστία αυτάς τας αγίας ημέρας.
Όλοι μας θα ανταλλάξωμεν ευχάς και θα δεχθώμεν ευχάς. Ομως δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι χρειάζεται και ο δικός μας αγώνας και η δική μας προσπάθεια δια να γίνουν πραγματικότης αι ευχαί των φίλων. Ο Απόστολος βροντοφωνεί, ιδίως εις την αρχήν του έτους:
«Βλέπετε ουν πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. 5, 16). Διότι «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν η μέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. 6, 2).
Και, τέλος, ο Απόστολος Πέτρος προτρέπει: «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε, ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε... αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού... ώστε την πίστιν υμών και ελπίδα είναι εις Θεόν» (Α’ Πέτρου 1, 17 -21).

Γεώργιος Σ. Παπαδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου