28/12/11

Ο Χρόνος και ο κόσμος της φθοράς



Η πιο φοβερή και η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε μάταια πασκίσανε. Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιον τον Χρόνο δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά τον νοιώθουμε μονάχα από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τα αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τα πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή την άπιαστη και κρυφή κίνηση δε μπορεί να τη σταματήσει καμμιά δύναμη. Τούτο το πράγμα που το λέμε Χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τα αλλάζει με μια καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος ανάκουστος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει, αυτός που είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει και που δεν μπορεί η διάνοιά μας, με κανέναν τρόπο, να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πώς, αφού αυτό το κάποτε είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε»;
Αν λείψει ο Χρόνος θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά, κι αυτός πάλι τα λυώνει, τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πως ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τ’ ακατάπαυστα έργα του. Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν τον νοιώθουμε ολότελα, αυτόν τον ακατανόητο άρχοντά μας, αυτόν που είναι φίλος κι εχθρός μας, γιατί αυτός μας φέρνει όλα τα καλά που μας χαροποιούνε κι όλα τα κακά που μας πικραίνουνε. Μας δίνει τη γέννηση, τη γλυκειά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μας δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά που μας ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη. Και πάλι, ο ίδιος μας δίνει τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τους πόνους, τις αρρώστιες, το απίστευτο άλλαγμα και χάλασμα του κορμιού μας και των έργων, που κοπιάσαμε να τα κάνουμε, και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι που μας πότισε του γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας τον θάνατο, σε μας και στους δικούς μας.
Ω! Ποιός θα τον πιάσει αυτόν τον κλέφτη, που μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι, την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει το μάτι μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρά μας, μέσα μας, στο φως και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’ άστρα και στα καταχθόνια, σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, σε κάθε τρύπα, σε κάθε ζωντανό κι άψυχο, σε κάθε αρμό του βράχου, σε κάθε καρδιά, κι όλα τα παλιώνει, τα τρίβει σαν τη μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη˙ και πάλι από την άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα και πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι που υπάρχει σε τούτο τον κόσμο!
Όπως λοιπόν όλα τα πάντα, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπαίγνια στα χέρια αυτού του ακαταμάχητου γίγαντα, που είναι μαζί ευεργέτης μας και τύραννός μας. Και δεχόμαστε το ποτήρι που μας κερνά με το ‘να χέρι του και που ‘ναι γεμάτο γλυκό κρασί, και πίνουμε, και τ’ άλλο το ποτήρι που κρατά στ’ άλλο χέρι του και που έχει μέσα το πικρό φαρμάκι. Τι είναι λοιπόν αυτό το σκληρό παιχνίδι που παίζει μ’ εμάς αυτό το τέρας, που δεν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ’ ό,τι έχουνε όσα πλάσματα γεννά και σκοτώνει, και που τα παίζει δίχως μήτε να γελά, μήτε να κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σαν φάντασμα, αυτός ο ίδιος που ανάβει τη φλόγα της ζωής;
Αλλοίμονο! Αυτή την άσπλαχνη μυλόπετρα που τ’ αλέθει όλα γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, και τη φχαριστούμε για όσα μας έκανε πριν, και για όσα θα μας κάνει ύστερα, για τα πολλά κακά που θα πάθουμε απ’ αυτή, κοντά στα λίγα καλά που θα μας φέρει και που θα μας τα πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σαν τους δυστυχισμένους κατάδικους που καλοπιάνουνε το δήμιό τους, σαν τους μονομάχους της Ρώμης που χαιρετούσανε τον Καίσαρα, πριν να σφάξει ο ένας τον άλλον, κράζοντάς του: «Χαίρε, ω Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούνε»! Έτσι, κ’ εμείς, χαιρετάμε τον καινούριο Χρόνο που θα μας πάει πιο κοντά στο στόμα του για να μας φάγει, και χοροπηδάμε και τραγουδάμε οι δύστυχοι, σαν τα σαλιγκάρια του Αισώπου, την ώρα που ψηνόντανε.
Τούτος ο υλικός κόσμος είναι το βασίλειο του Χρόνου, που τον κάνει ν’ ανθίζει και να μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος που έβαλε πάνω του τούτος ο τύραννος. Μ’ αυτή την άσπαστη αλυσίδα βαστά και τον άνθρωπο, σκλάβο ανήμπορον κάτω από τα πόδια του.
Μόνο μια ελπίδα υπάρχει γι’ αυτόν, να γλυτώσει από τη φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτής, ο καθαιρέτης της φθοράς. Εκείνος που πάτησε τον θάνατο, και, που είπε: «ó πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη, ζήσεται. Εγώ ειμι ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγει εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα»!
Ο απόστολος Παύλος, ο κλειδοκράτορας του μυστικού κόσμου, λέγει: «Η κτίσις υποτάχθηκε στη ματαιότητα, άθελά της, με την ελπίδα πως κι αυτή η κτίση θα λευτερωθεί από τη σκλαβιά της φθοράς, στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού. Γιατί γνωρίζουμε, πως όλη η κτίση αναστενάζει και πονά μαζί μας ως τώρα. Κι όχι μονάχα η κτίση αλλά κι εμείς οι ίδιοι που έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, αναστενάζουμε, περιμένοντας την υιοθεσία (δηλαδή να γίνουμε τέκνα του Θεού), ήγουν να λυτρωθεί το σώμα μας από τη φθορά». Κι αλλού λέει: «Αν κατοικεί μέσα μας το Πνεύμα Εκείνου που ανάστησε τον Ιησού, Αυτός που ανάστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, θα ζωοποιήσει τα θνητά σώματά σας με το Άγιον Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σας».
Ναι. Μοναχά ο Χριστός, που είναι ο Λόγος του Πατρός και που πήρε απ’ Αυτόν κάθε εξουσία, θα δώσει την αφθαρσία στους αγαπημένους του, καταργώντας και τον χρόνο και τον τόπο της ύλης, από τον κόσμο της φθοράς. Να τι λέγει ο άγιος Πέτρος γι’ αυτή την αλλαγή: «ήξει δε η μέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν η ουρανοί ροιζηδόν παραλεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται».
Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένα τα παρακάτω λόγια για τον καινούριο κόσμο της παλιγγενεσίας: «Και νυξ ουκ έσται εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτίει αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων».

Φώτης Κόντογλου

25/12/11

Σας ευχόμαστε Καλά Χριστούγεννα κι Ευτυχισμένο το Νέο Έτος!




Άλλοτε και σήμερα
15 Δεκεμβρίου. Δέκα μέρες πριν από τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Δειλά – δειλά προβάλλουν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και των άλλων δήμων γιρλάντες, δενδράκια, καμπανούλες, αστεράκια, νιφάδες χιονιού όλα καμωμένα από μικροσκοπικά φωτάκια. Έτσι το θέλει το έθιμο. Τα καταστήματα έβαλαν κι αυτά τη χριστουγεννιάτικη φορεσιά τους. Στα μπαλκόνια κάνουν διστακτικά την εμφάνισή τους τα πρώτα χρωματιστά ή όχι φωτάκια για να προετοιμάσουν την γιορταστική ατμόσφαιρα. Στα διάφορα μικρά ή μεγάλα παιχνιδάδικα αμέτρητα παιχνίδια συνωστίζονται στα ράφια και τις βιτρίνες τους με πολλά από αυτά κακόγουστα, ακατάλληλα, αψυχολόγητα για παιδιά, απομεινάρι κι αυτό της ανεξέλεγκτης αφθονίας των προηγούμενων χρόνων. Η φιγούρα του καλοθρεμμένου, στρουμπουλού με τα κόκκινα μαγουλάκια και τα κόκκινα χιονισμένα ρούχα «Άι-Βασίλη» φορτωμένου το σάκκο με τα δώρα μοστράρεται σε κάθε αντικείμενο ως σήμα κατατεθέν του δωδεκαημέρου. Άλλο δυτικοφερμένο κι αυτό. ( Ποια σχέση, αλήθεια, μπορεί να έχει ο δυτικός Σάντα Κλάους ή ο περ Νοέλ των Χριστουγέννων με τον δικό μας, τον πραγματικό, λιπόσαρκο ασθενικό, ασκητικό Καππαδόκη Ιεράρχη; ).
Και όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να εξαφανίσει μια αγωνία, μια ανησυχία, κάποτε και απελπισία, που είναι ζωγραφισμένη με έντονα χρώματα στα πρόσωπα των ανθρώπων, και που αντανακλά την εσωτερική ψυχική εικόνα τους. Ναι, κάτι έχει αλλάξει, κάτι δεν είναι σαν και πριν. Στο πολύ κοντινό παρελθόν τις μέρες αυτές γυρνούσαν από τα μαγαζιά με τσάντες φορτωμένες, πολλές φορές και με περιττά πράγματα. Φαγώσιμα, ρούχα, παιχνίδια, παντός είδους αντικείμενα γέμιζαν τα σπίτια και έδιναν απέραντη χαρά. Ευωχία γύρω από το χριστουγεννιάτικο και το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Η κατανάλωση αφέντρα και κορυφαία του χορού σ’ όλα αυτά. Να, λοιπόν για άλλη μια φορά που οι άνθρωποι ξεγελάστηκαν, πιστεύοντας ότι αυτή η μανία της κατανάλωσης και η ευφορία θα κρατούσε για πάντα….
Όμως, επειδή, ως γνωστόν, τίποτα απ’ όσα έχουν σχέση με τα υλικά αγαθά ή με τις υλικές απολαύσεις δεν διαρκεί, ήρθε ο καιρός όλο αυτό πανηγύρι, όλος αυτός ο θανατερός χορός της υπερκατανάλωσης να φτάσει στο τέλος του ! Και εμείς στη μέση μετέωροι, απορημένοι, ζαλισμένοι πασχίζουμε να μαζέψουμε τα συντρίμμια της κατάρρευσης αγκαλιά με ένα μεγάλο «γιατί», με ένα μεγάλο «πώς» !
Από τις σκέψεις μου αυτές ήρθαν και με ξεστράτισαν παλιές, πριν από δεκαετίες μνήμες, κάπου μετά τη γερμανική κατοχή και τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο. Με πήραν και με σεργιάνισαν στα στενά χωματένια δρομάκια φτωχικής αθηναικής συνοικίας, εκεί που αδυνατισμένα παιδάκια ξυπόλυτα, επειδή δεν είχαν όλα την …πολυτέλεια να διαθέτουν παπούτσια, περπατούσαν ή έπαιζαν κρατώντας μια φέτα ψωμί αλειμμένο με… νερό και ζάχαρη για να χορτάσουν την πείνα τους. Εκεί που με ένα σανίδι, ένα σκουριασμένο καπάκι κονσέρβας και ένα καρφί σκάρωναν ένα παιχνίδι που το «τσούλαγαν» στο δρόμο και χαίρονταν. Εκεί που μπάλες, κούκλες, ψεύτικα ζωάκια γίνονταν από κουρελόπανα και κλωστές. Εκεί που με λίγο νερό λίγο χώμα και λίγες πετρούλες έχτιζαν μικροσκοπικά σπιτάκια και έπαιζαν. Εκεί που τα μεσημέρια τα παιδιά έπαιρναν το αλουμίνιο πιάτο, το κύπελλο και το κουταλοπήρουνο για να φάνε το μεσημεριανό φαγητό στο δημόσιο συσσίτιο της γειτονιάς. Εκεί που ο πατέρας πότε είχε και πότε δεν είχε μεροκάματο. Εκεί που είχε το τεφτεράκι της κάθε οικογένεια, που ψώνιζε από τον μπακάλη, και τον πλήρωνε κάθε βδομάδα. Εκεί που οι μάνες έδειχναν γερασμένες από την κούραση, γιατί έκαναν πολλά παιδιά και η φροντίδα τους χωρίς τις ανέσεις και την πολυτέλεια της τεχνολογίας έκανε το ρόλο τους επίπονο και αφάνταστα κουραστικό. Εκεί που ένα δωμάτιο χωρούσε μια ολόκληρη οικογένεια των επτά ή των έξη ατόμων. Εκεί που σε κάποια γωνίτσα των φτωχικών τους σπιτιών έβρισκε θέση το εικονοστάσι συντροφιά με το καντηλάκι και οικονομία δεν γινόταν στο λάδι για το άναμμά του. Εκεί που η Εκκλησία ήταν η παρηγοριά τους, η καταφυγή τους, το αποκούμπι τους. Εκεί που στην πεντακάθαρη κάμαρα της γειτόνισσας μαζεύονταν οι γυναίκες και έψαλλαν την Παράκληση στην Παναγιά κρατώντας οι μικρομάνες τα μικρά κουτσούβελα από το χέρι. Εκεί που οι άνθρωποι αγνοούσαν ακόμη και τη λέξη «κατάθλιψη» και με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν έπειτα από πολύ κόπο, πολλές θυσίες και αυταπάρνηση μπόρεσαν να κοιτάξουν κατάματα και να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, ώστε τα παιδιά τους να ξεφύγουν από τη μιζέρια, να πατήσουν σταθερά στα πόδια τους και να κερδίσουν τη ζωή…..
Μάζεψα την ταξιδεύτρα σκέψη μου και την προσγείωσα στο σήμερα χωρίς να καταφέρω να αποφύγω τις συγκρίσεις. Δεν είναι της σελίδας αυτής μέλημα η απαρίθμηση και ανάλυση των αιτιών, που μας έφτασαν σ’ αυτή την κρίση, κρίση με πολλά κεφάλια σαν την Λερναία Ύδρα, ούτε το πώς και πότε θα βγούμε από αυτό το αδιέξοδο. Αναρωτιέμαι, όμως, πόση δύναμη κι απαντοχή διαθέτουμε σήμερα για να αντέξουμε και να βγούμε άτρωτοι ψυχικά από αυτό το επικίνδυνο πέρασμα. Αναρωτιέμαι αν έχουμε την επιθυμία και τη διάθεση να ψάξουμε τη βοήθεια από εκεί που μας προσφέρεται με απλοχεριά, σιγουριά και όχι από εκεί που τραγουδούν οι Σειρήνες με απατηλές υποσχέσεις και αμφίβολα αποτελέσματα. Αναρωτιέμαι αν θα βρούμε τη χαμένη μας εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν που πάντα μας περιμένει. Το στιβαρό χέρι Του είναι πάντα απλωμένο περιμένοντας το δικό μας. Νομίζω ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή, δεν μπορεί να έχουμε άλλη επιλογή, γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή σωτηρίας από το να στρέψουμε την ψυχή μας προς Αυτόν και να ακουμπήσουμε με απεριόριστη εμπιστοσύνη το χέρι Του αφήνοντας να μας οδηγήσει σε λυτρωτικά μονοπάτια που μόνο Εκείνος γνωρίζει και να βρούμε διέξοδο σ’ αυτό το σημερινό…αδιέξοδο. Δεν μπορεί, πάντα προβάλλει κάποιο ξέφωτο, πόσο μάλλον όταν είναι αυτό πραγματικό, υπάρχει στο διάβα μας και μας καρτερεί. Φτάνει η θέλησή μας να μην είναι λίγη !

Αικατερίνη Κεχαγιά - Ορφανίδου