29/12/10


Η εορτή του Νέου έτους
Το βαθύτερον νόημα του χρόνου δια τον άνθρωπον

Με την βοήθειαν του Θεού εντός ολίγου εισερχόμεθα εις το νέον έτος . Εις τον «νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου». Ένας ακόμη χρόνος ανήκει πλέον ανεπιστρεπτί εις το παρελθόν και την αιωνιότητα του Θεού. Η 1η Ιανουαρίου δια την Εκκλησίαν έχει κατ’ άρχήν ένα διπλούν εορτολογικόν περιεχόμενον. Εορτάζει αφ’ ενός μεν την περιτομήν του Κυρίου και αφ’ ετέρου την μνήμην του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Και η μεν περιτομή αναφέρεται εις το γεγονός της ονοματοδοσίας του Χριστού, η οποία, κατά τον Ίουδαϊκόν νόμον, ελάμβανε χώραν την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως του παιδίου και αποτελεί δια τον Ιησούν στοιχείον που πιστοποιεί την θείαν Αυτού ενσάρκωσιν. Ο Θείος Λόγος «μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβε Θεός ών κατ’ ουσίαν... και νόμον εκπληρών περιτομήν θελήσει κατεδέχει σαρκικήν...!», όπως χαρακτηριστικά λέγει το Απολυτίκιον της εορτής, δια να παύση «τα σκιώδη και περιέλη το κάλυμμα των παθών ημών».
Αλλά εορτάζει και την μνήμην ενός μεγάλου πατρός της Εκκλησίας, του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος με την προσωπικότητά του, τα σοφά συγγράμματα και την αποφασιστικότητά του εσημάδευσε την ζωήν της Εκκλησίας και την καθόλου χριστιανικήν Θεολογίαν. Η υμνολογία της εορτής ουσιαστικά αναφέρεται εις τα δύο αυτά εκκλησιαστικά γεγονότα.
Αν και η υμνολογία της εορτής ουδόλως αναφέρεται εις τον εορτασμόν του Νέου έτους, η Εκκλησία περιβάλλει και το γεγονός αυτό με δοξολογίαν και αίνον προς τον Θεόν, όστις είναι ου μόνον ο δημιουργός αλλά και ο «δοτήρ της ζωής και της ευτυχίας ημών». Χαρακτηριστικός είναι ο ύμνος της Δοξολογίας επί τω νέω έτει: «Ο των αιώνων ποιητής και Δεσπότης... την ενιαύσιον ευλόγησον περίοδον... και εύφορον πάσι το έτος χορήγησον». Και ιδιαίτερα η προς τούτο ευχή της Εκκλησίας: «Κύριε ο Θεός ημών, ο καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος... ο καταξιώσας ημάς εις νέον ενιαυτόν εισελθείν... ευλόγησον όμβρους ειρηνικούς προς καρποφορίαν τη γη δώρησαι• τους αέρας υγιεινάς και ευκράτους... Την νεότητα παιδαγώγησον, το γήρας περικράτησον... κλπ».
Ο ίδιος ο Θεός, ως άναρχος, αιώνιος και ατελεύτητος είναι άχρονος. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν δι’ αυτόν ημέραι, μήνες και έτη. Αλλά και η Εκκλησία εις την θείαν διάστασίν της είναι υπερκόσμια και υπερχονική και δεν επηρεάζεται ουδέ κατευθύνεται από την φθαρτότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ο Απόστολος Ιάκωβος παρομοιάζει τα του κόσμου ως ατμίδα λέγων, «ουκ επίστασθε το της αύριον• ποία η ζωή υμιίν; ατμίς γαρ έσται η προς ολίγον φαινομένη, έπειτα δε και αφανιζομένη» (Ιακώβου 4, 14).
Επειδή όμως η Εκκλησία είναι ως Θεανθρώπινος οργανισμός όπως ακριβώς και ο Ιδρυτής της, είναι πολύ φυσικόν εις την πορείαν της να συμπορεύονται εν αυτή το Θείον και το ανθρώπινον. Ο Θεός Λόγος «σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και συνανεστράφη ανθρώποις», με μίαν λέξιν έγινε Θεάνθρωπος και εθέωσε τον άνθρωπον, ανεκαίνισε δε και μετεμόρφωσε ου μόνον τα του κόσμου αλλά και την Δημιουργίαν ολόκληρον.
Η Εκκλησία εις την επίγειαν διάστασίν της αποδέχεται την φθαρτότητα και την συμβατικότητα τού χρόνου. Με τα μέσα όμως, τα οποία διαθέτει, ήτοι την Θείαν Χάριν και δη το αίμα του Κυρίου, χαρίζει εις τα πνευματικά της τέκνα την αιωνιότητα.
Με την ευκαιρία της εισόδου μας εις τον «Νέον ενιαυτόν» και τον εορτασμόν της 1ης του έτους, θα επιχειρήσωμεν εν μεγίστη συντομία να εμβαθύνωμεν εις την έννοιαν του χρόνου, την σχέσιν αυτού προς τον άνθρωπον και την αιωνιότητα.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος».
Ο άνθρωπος χαιρετίζει την αρχήν του νέου έτους με ποικίλα συναισθήματα, με θερμές ευχές και γεμάτος ελπίδα δια τον νέον ενιαυτόν. Ο άνθρωπος, ως λογικόν ον, δεν μένει αδιάφορος εις την εναλλαγήν των χρονικών γεγονότων, αλλ’ έπιθυμει να ανεύρη και να καθορίση την έννοιαν και την σημασίαν αυτών δια την ζωήν και την ύπαρξίν Του. Ο άνθρωπος, ως ψυχοσωματικόν ον, ζει εν τω κόσμω, αλλά και ο κόσμος υπάρχει εν χρόνω. Ο άνθρωπος γεννάται μέσα εις τον χρόνον, αναπτύσσεται και αφανίζεται μέσα εις αυτόν. Παρά ταύτα ο χρόνος είναι και παραμένει δι’ αυτόν ένα μυστήριον, αν και όλοι τον θεωρούν γνωστόν και αυτονόητον.
Ο χρόνος αποκαλύπτει την αλήθειαν της ζωής του ανθρώπου. Και η αλήθεια αυτή συμβαδίζει με την φθοράν και τον θάνατον. Αν ο άνθρωπος δεν βιώση και δεν αποδεχθή υπαρξιακά αυτήν την πραγματικότητα, μένει ξένος προς την αλήθειαν της ζωής και της υπάρξεώς του.
Διά τον σκεπτόμενον λοιπόν άνθρωπον έντονον προβάλλεται το ερώτημα: Τί είναι χρόνος; Αν δε θελήση να δώση ένα συγκεκριμένον περιεχόμενον εις την έννοιαν του χρόνου, θα περιέλθη εις πολλά αδιέξοδα, διότι αι γνώμαι των διαφόρων φιλοσόφων μεμονωμένως, των φιλοσοφικών συστημάτων, αλλά και των Θρησκειών, ποικίλλουν.
Οι προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, όταν αναφέρονται εις τον χρόνον, δεν προχωρούν εις την βαθυτέραν ανάλυσιν και διερεύνησίν του. Ο Πλάτων συνδέει την μεταβλητότητα με τον χρόνον και το αμετάβλητον με την αιωνιότητα. Κατά τον Αριστοτέλη, ο χρόνος είναι μία όψις της συνεχούς κινήσεως των σωμάτων. Όταν σημειώνομεν το προ και το κατόπιν εις την κίνησιν, ήτοι όταν διακρίνωμεν δύο σημεία εις την κίνησιν και εν μεσολαβούν διάστημα εις αυτά, τότε αναγνωρίζομεν τον χρόνον. «Αριθμός κινήσεως, γράψει, κατά το πρότερον καί ύστερον». Οι νεοπλατωνικοί εννοούν τον χρόνον υποκειμενικώς, ο δε Πλωτίνος συνδέει τον χρόνον ουχί με τον φυσικόν κόσμον, αλλά με την ψυχήν και την αιωνιότητα. Ο χρόνος κατ’ αυτόν είναι η ζωή της ψυχής, συνισταμένη εις την κίνησιν, δι’ ης η ψυχή μεταβαίνει από την μίαν κατάστασιν ζωής εις την άλλην.
Εις την χριστιανικήν Εκκλησίαν και Θεολογίαν ο χρόνος δεν είναι κάτι το ξεχωριστόν από την αιωνιότητα, αλλά ταυτίζεται και περικλείει την πρόγευσίν της. Η Βασιλεία του Θεού δεν έρχεται μετά από τον χρόνον, αλλά αρχίζει μέσα σ’ αυτόν. Με τον Ιησούν Χριστόν το έσχατον προσφέρεται μέσα εις το παρόν. Διότι ό Χριστός με την ζωήν, την διδασκαλίαν, τον θάνατον και την Ανάστασίν Του, έδωσε εις τον άνθρωπον την προοπτικήν της αιωνιότητος: «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού• ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Ιωάν. 2, 17). Μετά τον Ιησούν κάθε στιγμή της Ιστορίας προσλαμβάνει εσχατολογικόν χαρακτήρα. Δι’ αυτό βιούντες εν χρόνω και ζώντες εκάστοτε εν τω παρόντι, ευρισκόμεθα εν μέσω του παρελθόντος και του μέλλοντος. Προς το παρελθόν αναγόμεθα διά της πίστεως, το δε μέλλον απεκδεχόμεθα δι’ ελπίδος. Ο Απόστολος Παύλος λέγει περί τού παρελθόντος ότι «πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας» (Εβρ. 11,3), Περί δε του μέλλοντος ότι «εκ πίστεως ελπίδα δικαιοσύνης απεκδεχόμεθα» (Γαλάτας 5, 5).
Αι δύο αυταί έννοιαι του χρόνου, το παρελθόν και το μέλλον, ήτοι η πίστις και η ελπίς, συνδέονται δια της αγάπης, ήτις είναι ο τρόπος, διά του οποίου εκάστοτε βιούμεν το παρόν, εν συναρτήσει προς το παρελθόν και το μέλλον.
Το παρελθόν προβάλλει ως πείρα, ως Ιστορία, ως παθήματα, ως θλίψεις, ως κόπος και μόχθος, δηλαδή ως παράδοσις, και το μέλλον, ως προσδοκία, ως ανάστασις, ως παλιγγενεσία, ως δικαίωσις και αποκατάστασις, ως εκπλήρωσις θείων αποκαλύψεων, αι οποίαι φυλάσσονται εις τα ιερά άδυτα της ψυχής του ανθρώπου και ενεργοποιούν την βούλησίν του διά να πράξη εκείνο, το οποίον είναι συμφέρον όχι μόνον εις τον παρόντα κόσμον, αλλά προπαντός διά την απόκτησιν της αιωνιότητος, την οποίαν ο Σαρκωθείς Θεός εχάρισεν εις τους πιστεύοντας εις Αυτόν.
Με τον Ιησούν Χριστόν το έσχατον προσφέρεται μέσα εις το παρόν. Κάθε στιγμή της Ιστορίας προσλαμβάνει εσχατολογικόν χαρακτήρα. Ο Χριστός με την ζωήν, την διδασκαλίαν, με τον θάνατον και την Ανάστασίν του έδωσεν εις τον άνθρωπον την προοπτικήν της αιωνιότητος.
Ο Άγιος Ειρηναίος διδάσκει ότι «ο Θεός έγινε έγχρονος, διά να γίνωμεν ημείς οι έγχρονοι άνθρωποι αιώνιοι». Ο άγιος θέλει να δείξη με αυτό ότι το «χρονικόν κορυφώνεται εις το αιώνιον ήδη εδώ εις την γην».Ο Χριστός, λοιπόν, δεν καταλύει τον χρόνον, κατά τον Παύλον Ευδοκίμοφ, αλλά τον πληροί, του δίδει νέαν αξίαν και τον εξαγοράζει. Τα αληθινά γεγονότα δεν χάνονται, αλλά μένουν ως παρακαταθήκη μέσα εις την μνήμην του Θεού. Η ευχή δια τους νεκρούς ζητει από τον Θεόν να τους διατηρήση εις την μνήμην του: «και μνήσθητι πάντων των κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή η αναφορά αποδεικνύει ότι η αιωνιότης του ανθρώπου δεν αποτελεί απουσίαν του χρόνου, αλλά πλήρωσιν αυτού. Το Μεσσιανικόν συμπόσιον θα περιλάβη εις την τράπεζάν του ου μόνον τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, αλλά και τους ανθρώπους όλων των Ιστορικών εποχών.
Το νέον έτος αποτελεί διά τον καθένα μας μίαν πρόκλησιν και μίαν πρόσκλησιν εις το τραπέζι της αιωνιότητος του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος εις την Α’ προς Τιμόθεον επιστολήν του συμβουλεύει:
«επιλαβού της αιωνίου ζωής», εις δε την Α’ Κορ. ‚ 21- 31 διδάσκει ότι «ο Καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα... οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι• παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου».
Ο χρόνος, λοιπόν, έχει νόημα σωστικόν και αποτελεσματικόν, μόνον ως «Τώρα». Εις την διάρκειαν αυτήν του εκάστοτε «τώρα», πρέπει να γίνουν αι ορθαί επιλογαί και να ληφθούν αι κατάλληλοι αποφάσεις. Η σωτηρία ή η απώλεια ευρίσκεται εις στενήν συνάφειαν με το «νυν» και με το «τώρα». Ο χρόνος είναι το μέγα ταμιευτήριον των επιλογών μας. Με βάσιν τας αποταμιεύσεις μας εις αυτό το τώρα, θα αποφασισθή η θέσις μας εις την αιωνιότητα του Θεού.
Η Εκκλησία είναι ο παρατεινόμενος Χριστός εις τον χρόνον και την αιωνιότητα.
Εις την Εκκλησίαν ο χρόνος είναι ελπίδα. Είναι ελπίδα Αναστάσεως και υπέρβασις της φθοράς και του θανάτου. Είναι δοξολογία, προσευχή και ευχαριστία αυτάς τας αγίας ημέρας.
Όλοι μας θα ανταλλάξωμεν ευχάς και θα δεχθώμεν ευχάς. Ομως δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι χρειάζεται και ο δικός μας αγώνας και η δική μας προσπάθεια δια να γίνουν πραγματικότης αι ευχαί των φίλων. Ο Απόστολος βροντοφωνεί, ιδίως εις την αρχήν του έτους:
«Βλέπετε ουν πώς ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ’ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν» (Εφεσ. 5, 16). Διότι «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν η μέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. 6, 2).
Και, τέλος, ο Απόστολος Πέτρος προτρέπει: «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε, ειδότες ότι ου φθαρτοίς, αργυρίω ή χρυσίω, ελυτρώθητε... αλλά τιμίω αίματι ως αμνού αμώμου και ασπίλου Χριστού... ώστε την πίστιν υμών και ελπίδα είναι εις Θεόν» (Α’ Πέτρου 1, 17 -21).

Γεώργιος Σ. Παπαδάκης

19/12/10


ΚΥΒΕΡΝΗΣΕ ΜΑΣ ΕΣΥ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ
Βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά στα πρόθυρα της μεγάλης και κοσμοσωτήριας γιορτής των Χριστουγέννων. Η σκέψη μας , η φαντασία, ο στοχασμός μας αγκαλιάζει τη φάτνη, τους Ποιμένες, τους Μάγους, τον Αστέρα, τους Αγγέλους, τον Αγγελικό ύμνο.
Ο Κύριος πριν έλθει στη γη μας ήταν ο μεγάλος Αναμενόμενος. Μια πονεμένη και ταλαιπωρημένη ανθρωπότης, πληγωμένη θανάσιμα από τα φαρμακερά βέλη της αμαρτίας, περίμενε εναγωνίως την εξ' ύψους επίσκεψή Του. Και όταν «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμου, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν».(Γαλ. δ 4).
Ο Παντοκράτωρ Λόγος του Θεού, που υπάρχει προ των αιώνων, γεννιέται τώρα κατά σάρκα. Τοποθετείται στη φάτνη σαν βρέφος και γίνεται ορατός από ανθρώπινα μάτια. Εκείνος που κρατά το παν και σφίγγει στη χούφτα Του το σύμπαν, περιβάλλεται με μικρά σπάργανα. Η γη πνιγμένη μέσα στο πνευματικό σκοτάδι, μέσα στην πνευματική της φτώχεια, δεν είχε να προσφέρει κατάλυμα κατάλληλο για το Θεό της!... Πήγαινε να γεννηθής στη σπηλιά, του είπε η γη. Αργύρια δεν έχεις! «Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον»(Ιωαν α΄ 11).
Ναι, ήλθε ο μεγάλος Αναμενόμενος. Τον είδαν οι « αγραυλούντες ποιμένες» της Βηθλεέμ. Ο άγγελος τους εμήνυσε « χαράν μεγάλην…ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος». Και εκείνοι ήλθαν και βρήκαν «βρέφος κείμενον εν τη φάτνη»(Λουκ β΄10-11, 16).
Τη νύχτα της γεννήσεως Του, τον ανύμνησαν στρατιές αγγελικές με ουράνιους ύμνους και υπερκόσμιες αρμονίες(Λουκ.β΄ 13). Έπειτα Τον είδαν, Τον άκουσαν και Τον ακολούθησαν οι απλοί και φτωχοί ψαράδες της Γαλιλαίας(Α΄ Ιωαν α΄1-3). Και ομολόγησαν ότι είναι πραγματικά «ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται» (Ιωαν α΄46). Τα εγκατέλειψαν όλα και ήλθαν κοντά Του. Οι αμαρτωλοί κοντά Του γίνονται άγιοι. Ο παντοδύναμος λόγος Του ανασταίνει νεκρούς και νεκρωμένες ψυχές. Ήταν όπως πραγματικά τον περίμεναν οι άνθρωποι, Κραταιός και δυνατός, Σωτήρας και Λυτρωτής των ανθρώπων.
Και σήμερα, είκοσι αιώνες μετά τον ερχομό Του, Τον αναζητούμε με την ίδια λαχτάρα, για να μας σώσει και για να μας κυβερνήσει. Είναι ο μεγάλος μας Αναζητούμενος. Πριν έλθει ο Κύριος οι άνθρωποι έφτιαχναν αγάλματα, βωμούς και είδωλα.
Σήμερα φτιάχνουμε πυραύλους και διαστημόπλοια που διασχίζουν το στερέωμα. Αν και εξωτερικά υπάρχουν εντυπωσιακές επιτυχίες σε πολλούς τομείς,εσωτερικά ο οργανισμός της κοινωνίας παρουσιάζει συμπτώματα φθοράς, τα οποία έντονα μας προβληματίζουν. Καταρρέει η διεθνής οικονομία, καταρρέουν οι θεσμοί. Απαξιώνονται οι φορείς. Ισοπεδώνονται οι αξίες. Παντού εξαπλώνεται η σήψη.
Στο σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θέλουμε αναφορά στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης. Τον Ευρωπαϊκό δικαστήριο αποφασίζει την καθαίρεση των χριστιανικών συμβόλων από τους δημόσιους χώρους. Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δέχονται ότι ο γάμος δεν είναι απαραίτητο να συνάπτεται μεταξύ δυο προσώπων διαφορετικού φύλου. Η διαφθορά στην πολιτική γίνεται ενδημική. Το μαύρο χρήμα διακινείται σχεδόν ελεύθερα. Η διαπλοκή πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων έγινε καθεστώς. Το οικονομικό έγκλημα διαπράττεται ασύστολα από ανθρώπους υπεράνω υποψίας. Η μάστιγα των ναρκωτικών κατάντησε λερναία ύδρα. Η αξία της ανθρώπινης ζωής υποτιμάται συνεχώς. Οι σεξουαλικές διαστροφές δυστυχισμένων και αξιολύπητων ανθρώπων αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικές καταστάσεις. Το εμπόριο της λευκής (αλλά και της μαύρης) σάρκας ανθεί… Αυτά δειγματοληπτικώς.
Βάσει των επιστημονικών προβλέψεων και των κοινωνιολογικών μελετών, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον, θα πρέπει να προετοιμάζεται για τα χειρότερα που έρχονται με καλπάζοντα ρυθμό. Δεν θα εξετάσουμε ποιος ευθύνεται γι’ αυτή την κατάσταση. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να βρούμε τρόπους ανανήψεως και αναχαιτήσεως της ισοπεδοτικής λαίλαπας.
Είναι βέβαια διαπίστωση πολλών ότι η παγκόσμια κρίση είναι αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του ανθρώπου των λεγομένων χριστιανικών κοινωνιών από το Θεό, και της έλλειψης πραγματικού ενδιαφέροντος των χριστιανών, κηρύξεως του χριστιανικού μηνύματος σ’ εκείνους που δεν γνωρίζουν (και είναι τα 2/3 της ανθρωπότητας) την Αλήθεια του Χριστού. Η εντολή του Χριστού «κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίση» δεν περιορίζεται χρονικά. Ίσχυε, ισχύει και θα ισχύει «μέχρι συντελείας του αιώνος». Και αν μαθητείας χρειάζονται στις ημέρες μας και οι χαρακτηριζόμενες ως χριστιανικές κοινωνίες, πόσο περισσότερο είναι αναγκαία για τα έθνη που δεν γνώρισαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Χρειάζεται ενδιαφέρον αληθινό και έμπρακτο. Ασφαλώς, υπάρχουν εκείνοι, αλλά είναι ολίγοι, που έχουν αφοσιωθεί «ψυχή και σώματι»στο ιεραποστολικό έργο. Αλλά καθήκον όλων μας είναι να δείχνουμε το ενδιαφέρον μας, με τον τρόπο που ο καθένας μας μπορεί, και να ερχόμεθα αρωγοί σ’ εκείνους που εκδαπανώνται στο έργο αυτό.
Μόνοι μας δεν θα καταφέρουμε πολλά πράγματα αν δεν ζητήσουμε την χάρη του Θεού, για να μας δώσει κατάνυξη, να διανοίξει τους οφθαλμούς της ψυχής μας, ώστε να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι δυνατόν να εξέλθουμε από τη σημερινή κακοδαιμονία αν δεν τοποθετήσουμε κυβερνήτη της ζωής μας, το μόνο κυβερνήτη που μπορεί να απαλύνει τους πόνους μας, να στεγνώσει τα δάκρυά μας, να εξαλείψει τις αδικίες, να ξεριζώσει τα πάθη μας. Εμείς οι άνθρωποι, οι τεχνοκράτες του 21ου αιώνα, ζητάμε κυβερνήτη στα μέτρα μας. Ο μόνος ικανός να κυβερνήσει το σημερινό μας κόσμο είναι το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ, είναι ο παντοδύναμος Θεός. Ο μόνος που μπορεί να κατακτήσει τις καρδιές και να τις μεταβάλει από πέτρινες σε σάρκινες. Ο μόνος που μπορεί να ειρηνεύσει τους ανθρώπους και να φέρει την ειρήνη στη σπαρασσόμενη γη μας.
Είθε το θείο Βρέφος της Βηθλεέμ να γίνει κυβερνήτης της ανθρωπότητας, για να μη μας κυβερνάει η τυραννία, η βία, το έγκλημα, το χάος, αλλά μόνο ο Παντοδύναμος Θεός της ειρήνης, της αγάπης, της δικαιοσύνης και της χαράς.

Μαρία Καρατσάλου- Γεωργούλα
Θεολόγος

17/12/10

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (του Φώτη Κόντογλου)

Τι παρηγοριά είναι η Γέννηση του Χριστού μέσα στον άπιστον κόσμο που ζούμε!
Τι πνευματική δροσιά νοιώθουμε, μέσα σε τούτον τον ψυχικόν ξέρακα που τα έχει ξεράνει όλα τα πάντα! Τι πνοή αθανασίας μας χαρίζει ο Χριστό, μέσα σε τούτον τον κόσμο που είναι κολλημένος στην ακολασία και στην αμαρτία κάθε λογής, και που μυρίζει τη βαρειά μυρουδιά του θανάτου!
Για μας τους Ορθόδοξους, η Γέννηση του Χριστού δεν είναι μια απλή ανάμνηση, που γιορτάζει η Εκκλησία μας, αλλά αληθινά γεννιέται ο Χριστός μέσα στην ψυχή του καθενός μας, όπως σταυρώνεται μέσα μας ο Κύριος τη Μεγάλη Πέμπτη και σταυρωνόμαστε μαζί Του, και πάλι αναστηνόμαστε μαζί Του την Κυριακή της Αναστάσεώς Του. Όλο τον κόσμο, τη φύση και τη ζωή που είναι γύρω μας, όλα τα αισθητά, τα νοιώθουμε μέσα από τη Γέννηση, από τη Σταύρωση και από την Ανάσταση του Χριστού. Οι αληθινοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν ζούνε αυτοί, αλλά μέσα τους ζει ο Χριστός. Με άλλα λόγια, ο Ορθόδοξος Χριστιανός δεν είναι « ο μαθών, αλλά ο παθών τα θεία», κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, δηλαδή δεν μαθαίνει τα της θρησκείας εξωτερικά, αλλά τα κάνει ζωή του. Δεν γιορτάζει μονάχα τη Γέννηση
του Χριστού, ή την Ανάστασή του, ή την Κοίμηση της Θεοτόκου, ή οποιαδήποτε γορτή του Χριστού και των Αγίων, αλλά η ψυχή του γίνεται ένα με εκείνο που γιορτάζει: Γεννιέται μαζί με το Χριστό, σταυρώνεται με Αυτόν, ανασταίνεται μαζί Του, μαρτυρά μαζί με το Μάρτυρα της πίστεως, ασκητεύει μαζί με τον Ασκητή, ομολογεί μαζί με τον Ομολογητή. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι πατέρες μας, μ’ όλο που ζήσανε αγράμματοι, ήτανε «παθόντες και ουχ μαθόντες τα θεία», είχανε κάνει ζωή τους τη θρησκεία. Ο χειμώνας αγιαζότανε με τη Γέννηση του Χριστού, η άνοιξη με τη Ανάστασή Του, το καλοκαίρι με τη Μεταμόρφωσή του, με την Κοίμηση της Θεοτόκου, με τη μνήμη των αγίων Αποστόλων, του Προφήτου Ηλία, του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Σήμερα όμως οι περισσότεροι από μας ξεμακρύνανε από τη ζωογόνο πνοή της θρησκείας μας, κ’ η ψυχή μας ξεράθηκε από την απιστία. Πολλοί από μας θεληματικά απομείνανε έξω από την πνευματική τράπεζα του Χριστού, από το λειτουργικό συμπόσιό Του……………………

Σήμερα που γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού, γίνεται το πιο μεγάλο μυστήριο, τόσο μεγάλο, που μήτε οι Άγγελοι δεν το γνωρίζανε. Για τούτο λέει ο θείος υμνωδός: « Το απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον δια σου, Θεοτόκε. τοις επί της γης πεφανέρωται: Θεός εν ασυγχύτω ενώσει σαρκούμενος και σταυρόν εκουσίως υπέρ ημών καταδεξάμενος». Ο Θεός πήρε κορμί σαν το δικό μας, «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη», για να μας γλυτώσει από τον αιώνιο θάνατο, να μας βγάλει από τον αιώνιο θάνατο, να μας βγάλει από το σκοτάδι της απιστίας, να μας δείξει τον αληθινό δρόμο. Να μας κάνει τέκνα φωτόμορφα του Θεού, κληρονόμους της αθανάτου ζωής, σαν θα φύγουμε από τούτον τον μάταιο κόσμο, αφού ζήσουμε δεμένοι μεταξύ μας με την αγάπη Του. Ήλθε λοιπόν ο Χριστός στον κόσμο τούτον για να μας χαρίσει εκείνα τα δώρα που δε μπορεί να τα χαρίσει κανένας άλλος, παρά μονάχα Εκείνος.
Μα αν δεν πιστέψουμε πως αληθινά ο Χριστός είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, κι΄αν δεν ποθήσουμε να αποχτήσουμε αυτά τα δώρα που μας φέρνει, ερχόμενος στον κόσμο, την ειρήνη και τη σωτηρία, πώς θα γιορτάσουμε, κατά το πρέπον, τη Γέννησή Του; Λέγω «κατά το πρέπον», δηλαδή πνευματικά, κι’ όχι σαν ένα έθιμο, όπως κάνουνε οι περισσότεροι.
Θα γιορτάσουμε, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, «εν πνεύματι και αληθεία», αν τα γιορτάσουμε συγκινημένοι από τις τελετουργίες της Εκκλησίας μας, δηλαδή με κατάνυξη, πηγαίνοντας στην εκκλησία και ακούγοντας με κατάνυξη τους εξαίσιους
ύμνους και τα εορταστικά τροπάρια. Και ύμνοι και τροπάρια σαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, καμωμένα από θεόπνευστους κι’ άγιους υμνωδούς, ούτε γινήκανε ούτε θα γίνουνε πια. Εγώ, κάθε χρόνο που τα ψέλνω, ενθουσιάζουμαι και γίνουμαι, όλο πνεύμα, σαν να τα ψέλνω για πρώτη φορά.
Ποιο τροπάρι να πει κανένας πρώτο, και ποιο δεύτερο; Ας αρχίσουμε από το κάθισμα
του Όρθου, με τον αρχαικόν ανατολίτικον χαρακτήρα, που λέει: «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ, μετά των μάγων, Ανατολής των βασιλέων. Άγγελοι υμνούσι ακαταπαύστως εκεί. Ποιμένες αγραυλούσιν
ωδήν επάξιον: Δόξα εν υψίστοις, λέγοντες, τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι εκ της Παρθένου και Θεοτόκου εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας»………………

Στο τέλος ας πούμε και τον ειρμό της Θ ωδής, που κράζει ο υμνωδός εκστατικός:» Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον: Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΤΕΧΝΗΝ

H Γέννησις τοϋ Σωτήρος, γεγονός μοναδικόν, συνταρακτικής σημασίας και απροσμετρήτου μεγέθους, απετέλεσε από την πρώτην έμφάνισιν της χριστιανικής ζωγραφικής ένα από τα πλέον προσφιλή και τα πλέον συγκινούντα θέματά της. Ο ειδικός Ρώσος αισθητικός της χριστιανικής τέχνης Λεωνίδας Οσπένσκυ γράφει, ότι «η εικών της Γεννήσεως ... τόσον με τα χρώματά της όσον και με τον πλούτον των λεπτομερειών της, ίσως δε ακριβώς εξ αιτίας της «αφελότητός» των, είναι η πλέον χαρμόσυνος από τας εορτίους εικόνας». «Βασιζομένη εις την Αγίαν Γραφήν και την Ίεράν Παράδοσιν θέτει προ οφθαλμών και μας αποκαλύπτει το δογματικόν περιεχόμενον της εορτής εν συνόλω».
Ή πρώτη προσπάθεια απεικονίσεως του γεγονότος της Γεννήσεως έγινε εις την κατακόμβην της Αγίας Πρισκίλλης εις την Ρώμην, όπου παρουσιάζεται ή Παρθένος, το Θείον Βρέφος, ένας Προφήτης και το άστρον. Ή σκηνή απηχεί την προφητείαν τού προφήτου της Π. Διαθήκης Βαλαάμ: «ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ (Αριθμ. κδ’, 17) .Επίσης εις τας κατακόμβας συναντάται κατά τον Γ’ αιώνα το θέμα των Χριστουγέννων με την συμβολικήν σημασίαν της προσφοράς των δώρων από τούς Μάγους εις 14 παραδείγματα. ‘Ο αριθμός των δεν είναι καθορισμένος. Συνήθως είναι τρεις (Γάσπαρ, Μελχίωρ και Βαλτάσαρ), άλλοτε όμως δύο ή τέσσαρες. Φέρουν το φρυγικόν πίλον και προσφέρουν τα δώρα, τα οποία κρατούν εις την ένθρονον Θεοτόκον, που εικονίζεται μετά τού Παιδός πού ενίοτε εκτείνει την χείρα.
Ή Γέννησις τού Χριστού απεικονίζεται λεπτομερέστερον μετά τον καθορισμόν της εορτής των Χριστουγέννων κατά τον Δ’ μ.Χ. αιώνα, και τον χωρισμόν αυτής οπό την Βάπτισιν τού Χριστού (Θεοφάνεια), με την δπσίαν συνεωρτάζετο μέχρι τότε.
Το πρωτότυπον της ευρίσκεται επί αμπουλών, δηλ. μικρών δοχείων, εντός των οποίων προσκυνηταί, πού επέστρεφαν οπό τούς ‘Αγίους Τόπους, μετέφερον ολίγον έλαιον από τας εκεί αναμμένας κανδήλας. Αι άμπουλαι αυταί χρονολογούνται από τού Δ’ - ΣΤ’ αίώνος. Η κλασσική ορθόδοξος παράστασις της Γεννήσεως παρά τας διαφόρους αύτας παραλλαγές και παρά την εξέλιξιν και τον πλουτισμόν της εικόνος κατά τας διαφόρους εποχάς, περί τών οποίων δεν δύναται εις το παρόν άρθρον να γίνει λεπτομερέστερος λόγος, έχει ως εξής:
Εις το κέντρον προ ενός βάθους από όρη σχηματίζεται το σ π ή λ α ι ον, υπό την μορφήν ενός τριγωνικού ανοίγματος εντός τού οποίου ζωγραφίζεται η φάτνη των αλόγων. Επάνω εις αυτήν ευρίσκεται το Θείον Βρέφος. Αριστερά και έμπροσθεν αυτού, σπανιώτερον δε δεξιά, εικονίζεται η Παναγία Μητέρα, κατά διαφόρους τύπους, ή καθημένη, ή ξαπλωμένη, ή γονυπετής, ή θηλάζουσα. «Όπισθεν της φάτνης προβάλλουν τα κεφάλια δύο ζώων, τού βοδιού και του όνου, σύμφωνα άλλως τε προς την προφητείαν του προφήτου Ησαΐου: «Έγνων βούς τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην τού κυρίου αυτού» (α’, 3).
Τούτο το κεντρικόν τμήμα της εικόνος της Γεννήσεως περιβάλλεται από ωρισμένα γνωστά επεισόδια, γνωστά είτε εκ της ευαγγελικής Ιστορίας είτε εκ της παραδόσεως των αποκρύφων. Εις το ανώτατον τμήμα της όλης συνθέσεως και άνω ακριβώς της κορυφής του τριγώνου εικονίζεται δι’ ημικυκλίου ο ουρανός, υπό τον οποίον προβάλλει λαμπρός ο αστήρ που ωδήγησε τους Μάγους και του οποίου το φώς καταυγάζει το Θείον Βρέφος. Κάτω εις το μέσον ή εις μίαν των γωνιών τού τριγώνου του ορεινού συγκροτήματος ζωγραφίζεται η σκηνή του λουτρού του νεογνού, εμπνευσμένη από τα απόκρυφα ευαγγέλια. Εις μίαν γωνίαν επίσης ή απέναντι από την προηγουμένην σκηνήν εικονίζεται ο δίκαιος Ιωσήφ, να κάθεται επάνω εις ένα βράχον και να σκέπτεται. Τούτο εκφράζεται διά της στηρίξεως της κεφαλής διά της παλάμης του. Εις το άνω μέρος αριστερά παρίστανται οι άγγελοι και πιο κάτω, στο ίδιο μέρος, οι τρείς Μάγοι, πολλάκις έφιπποι, να κρατούν εις κιβώτια τα δώρα των. Δεξιά συμμετρικώς προς τους Μάγους ζωγραφίζονται οι ποιμένες, τρεις τον αριθμόν ή σπανιώτερον δύο, εκ των οποίων ό νεώτερος κάθεται και παίζει τον αυλόν του, ο δε πρεσβύτερος στηρίζεται επί της ποιμενικής του ράβδου. Το όλον τοπίον εξαίρεται με φυτικήν βλάστησιν, με πρόβατα και ενίοτε με παραρρέοντα ύδατα.
Εις αυτά τα κύρια στοιχεία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως προστίθενται κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας (μεταβυζαντινήν) νέα στοιχεία, προερχόμενα από την ιταλικήν αναγέννησιν και την τέχνην τής Δύσεως εν γένει.
Το κεντρικόν θέμα της εικόνος της Γεννήσεως ανταποκρίνεται προς το γνωστόν κοντάκιον της εορτής, ποίημα Ρωμανού τού Μελωδού:

«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι,
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι
δι’ ημάς γάρ εγεννήθη παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός».

Η όλη εικών με τας λεπτομερείας της μας υπενθυμίζει το μέγα χριστολογικόν δόγμα της Εκκλησίας. Υπογραμμίζει και διδάσκει τόσον την θεότητα όσον και την ανθρωπότητα του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Μας τοποθετεί έναντι των συνεπειών της θείας ενανθρωπήσεως του Σωτήρος. Κατά Γρηγόριον τον Θεολόγον, η Γέννησις του Χριστού είναι εορτή της αναδημιουργίας του κόσμου• είναι εκείνη που ανανεώνει και αγιάζει το σύμπαν. Η θεία ενσάρκωσις δίδει εις όλην την πλάσιν νέον νόημα. Διά τούτο όλη η κτίσις λαμβάνει μέρος εις το μυστήριον της Γεννήσεως του Λυτρωτού. Όπως ακριβώς ψάλλει η Εκκλησία, με το δ’ στιχηρόν του Εσπερινού της εορτής:

«Έκαστον γάρ τών υπό σου γενομένων
κτισμάτων την ευχαριστίαν σοι προσάγει•
οι Άγγελοι τον ύμνον•
οι ουρανοί τον αστέρα• η γη το σπήλαιον•
οι Μάγοι τα δώρα• η έρημος την φάτνην•
οι ποιμένες το θαύμα• ημείς δε Μητέρα Παρθένον».

Έτσι η ορθόδοξος εικών, συνδυάζουσα το ιστορικόν περιεχόμενον της Θείας Γεννήσεως και υποβάλλουσα εις τον πιστόν τας μεγάλας δογματικας αληθείας του δυσερμηνεύτου χριστολογικού δόγματος καθίσταται μέσον έπαγωγικόν, διά να δυνηθη η Εκκλησία να διδάξη τας μεγάλας της αληθείας και εις τους πλέον απλούς ανθρώπους, ενώ εις την Δύσιν το ιστορικόν και δογματικόν περιεχόμενον της εικόνος υποκαθίσταται από ένα αισθηματικόν και πιο ανθρώπινον περιεχόμενον, πού απλώς μας συγκινεί και μας θέλγει με το να μας υπενθυμίζει γνωστές τρυφερές οικογενειακές στιγμές. Διά τούτο πολύ επιτυχώς ο και ανωτέρω μνημονευθείς Λ. Ουσπένσκυ συνοψίζει τας επί της εικόνος της Γεννήσεως σκέψεις του με το εξής συμπέρασμα : «Η εικών υψώνει το πνεύμα μας, τα αισθήματά μας και τας αισθήσεις μας εις την θεωρίαν και την γνώσιν του μυστηρίου της Σαρκώσεως και μας καθιστά μετόχους του πνευματικού θριάμβου της εορτής».
Αυτήν την πνευματικήν ατμόσφαιραν της ανεκφράστου χαράς και της ευφροσύνης, πού καταυγάζει τα σύμπαντα, ας δοκιμάσωμεν και ήμεις προσκυνούντες την εικόνα της Θείας Γεννήσεως του Σωτήρος.

Πόπη Κωνσταντινίδου
Θεολόγος

13/12/10

Η συνάντησή μας στις 14 Δεκεμβρίου στην Ιερά Μονή Βηθλεέμ Κορωπίου δεν θα πραγματοποιηθεί λόγω των απεργειακών κινητοποιήσεων και συγκεντρώσεων στο κέντρο της Αθήνας. Σας περιμένουμε στις επόμενες συναντήσεις μας, στην κοπή της Βασιλόπιτας (25 Ιανουαρίου) και στην διήμερη εκδρομή μας στη λίμνη Πλαστήρα (18 και 19 Φεβρουαρίου).